- τέρμινο
- το срок;
δύο τέρμινα — два срока
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δύο τέρμινα — два срока
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τέρμινο — τέρμινο, το και τέρμενο, το (λ. λατ.), μονάδα χρόνου (ημέρα, εβδομάδα, μήνας, έτος): Σε τρία τέρμινα θα παντρευτείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τέρμινο — το, Ν 1. απροσδιόριστη μονάδα χρόνου, όπως ημέρα, εβδομάδα, μήνας και, κυρίως, έτος 2. φρ. «σε τρία τέρμινα» σε άδηλο χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. terminus < termen, inis «τέρμα» (βλ. και λ. τέρμα)] … Dictionary of Greek